Τιμώντας τον Άγιο Γεώργιο Καρσλίδη
Επιμελείται και σχολιάζει ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης
Στις 4 Νοεμβρίου τιμάται η μνήμη του Αγίου Ιωάννη Δούκα Βατάτζη και του Αγίου Γεωργίου Καρσλίδη. Διαθρυλείται ότι οι δύο αυτοί Άγιοι αναμένουν Άνωθεν την εντολή για να αναλάβουν σωτήρια δράση υπέρ του Έθνους μας οψέποτε χρειασθεί.
Για τον πρώτο Άγιο, γνωστό και ως Μαρμαρωμένο Βασιλιά, είχε γίνει ένα μικρό αφιέρωμα στο παρόν ιστολόγιο πριν από δύο χρόνια1. Στον Μαρμαρωμένο Βασιλιά έχει αναφερθεί, εκτός από τον Μακρυγιάννη (που τον είδε σε όραμα), και ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημά του «Οι Λύκοι»:
Ιδέα, βυζάχτρα των τετρακοσίων χρόνων, η φρίκη
τώρα, το μάθημα των Ελλήνων ως χτες, εσύ
του ραγιά μάνα βιβλικό, πλάσμα ορφικό, Ευρυδίκη,
του πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μας τον καθρέφτιζες μέσ’ στης Πόλης το βασιλίκι
τον ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητή
του Ισλάμ. Η Θράκη προικιό του, ω δόξα!! Και απανωπροίκι
μια Ελλάδα πάλε στην τουρκεμένην Ανατολή,
της Ιωνίας γλυκοξημέρωμα...
– Οι λύκοι! Οι λύκοι!
κ’ οι βοσκοί ανάξιοι, λύκοι και οι σκύλοι, κ’ οι αντρείοι, δειλοί.
Στης Πολιτείας τη μάντρα οι λύκοι! Παντού είναι λύκοι!
Ξανά στα τάρταρα ίσκιος, του ψάλτη λατρεία κ’ εσύ.
Ψόφια όλη η στάνη. Φέρτε να πιούμε, κούφιο νταηλίκι,
για τ’ αποκάρωμα που μας πρέπει, κι όποιο κρασί.
27 του Αυγούστου 1922
Αυτήν την φορά, όμως, αξίζει να τιμήσουμε τον λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό Άγιο Γεώργιο Καρσλίδη, αντιγράφοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο που έχει εκδώσει η Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος2 με τον τίτλο: «Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Ο Άγιος των πτωχών και των πονεμένων».
Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να αντιληφθεί την κτηνώδη μέθοδο-καρμπόν που εφαρμόζουν οι σατανοκίνητοι διώκτες των Ορθοδόξων Χριστιανών:
Κατασκευή εχθρών τους οποίους βασανίζουν και εγκλείουν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ενώ στο τέλος τους σκοτώνουν, αλλά και προσπάθεια εξαναγκασμού σε άρνηση της πίστεώς τους με δέλεαρ την ανάκτηση της ελευθερίας τους. Επίσης, στο μενού κάθε εωσφορικά υποκινούμενου διώκτη ανήκει η κατάδοση και η δημόσια διαπόμπευση του διωκομένου.
Ταυτοχρόνως, όμως, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να απολαύσει την θαυματουργική δράση των ταγμάτων του Χριστού, τα οποία εξευτελίζουν ή συντρίβουν τους διώκτες και λυτρώνουν πανηγυρικά τους διωκομένους.
Το παρατιθέμενο απόσπασμα προσφέρεται και για εμβάθυνση στο Ποινικό Δίκαιο, αφού οι περιγραφόμενες θηριωδίες εντάσσονται στο πεδίο εγκλημάτων που θίγουν την ζωή, την υγεία και την αξία του ανθρώπου, δηλ. τα αγαθά που στοχοποιούν παγίως τα διαβολικά γρανάζια των ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Μάλιστα, μία από τις εγκληματικές ενέργειες που τελέσθηκαν σε βάρος του Αγίου Γεωργίου Καρσλίδη άπτεται ενός δυσχερούς ως προς την ποινική αξιολόγησή του δογματικού ζητήματος: Τελεί απρόσφορη ή πρόσφορη απόπειρα ανθρωποκτονίας όποιος πυροβολεί τον ανθρώπινο στόχο του, αλλά η σφαίρα εποστρακίζεται, επειδή χτυπά πάνω σε ένα λατρευτικό αντικείμενο του θύματος, όπως είναι το εγκόλπιο της Παναγίας;3
Είθε ο θαυματουργός Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης, ο οποίος κοιμήθηκε δυστυχώς πολύ πρώιμα (4/11/1959), σε ηλικία 59 ετών, και οι χαρισματικές μοναχές που προσεύχονται υπέρ απάντων ημών από το ευλογημένο μοναστήρι της Σίψας, να συναποτελούν αλεξίσφαιρη εγγύηση για τις, ενδεχομένως, πολύ δύσκολες στιγμές που καραδοκούν.
Παρατίθεται το προαναγγελθέν απόσπασμα:
Έτος 1924. Μετά τον θάνατο του Λένιν, συνεχιστής του ανόσιου έργου του αναδεικνύεται ο Στάλιν. Η εκκλησία διώκεται ανελέητα. Χιλιάδες ρασοφόροι, κληρικοί όλων των βαθμίδων και πιστοί χριστιανοί συλλαμβάνονται, βασανίζονται και αποστέλλονται σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή εκτελούνται κατευθείαν μετά από μια υποτυπώδη σύντομη δίκη. Οι περίφημες κλούβες της G.P.U. [Κρατική Πολιτική Διεύθυνση] γνωστές ως «μαύρος κόρακας», πηγαινοέρχονταν αδιάλειπτα κουβαλώντας τους «εχθρούς του λαού». Οι φυλακές και τα κρατητήρια της ασφάλειας γέμιζαν ασφυκτικά. Τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως τα ίδια. Χιλιάδες φυλακισμένοι προωθούνταν σε μακρινά στρατόπεδα στη Σιβηρία ή χρησιμοποιούνταν σε καταναγκαστικές εργασίες για την κατασκευή διαφόρων έργων. Άλλοι, ίσως πιο τυχεροί, γλύτωναν τις ανείπωτες ταλαιπωρίες με μια σφαίρα στα σκοτεινά υπόγεια.
Αυτή η χρονιά σημάδεψε και το μοναστήρι του π. Συμεών. Ήδη πριν από το 1924 τα περισσότερα μοναστήρια και ενορίες του Σοχούμ είχαν κλείσει και λεηλατηθεί. Το μοναστήρι της Τράντας δεν ξέφυγε δεν ξέφυγε και αυτό την κοινή μοίρα. Η G.P.U. έφθασε και εκεί μια μέρα. Με περισσή αγριότητα συγκέντρωσαν όλους τους μοναχούς στο προαύλιο της Μονής και, αφού απαγχόνισαν τους Επισκόπους μπροστά σε όλους για εκφοβισμό, τους έδωσαν την ευκαιρία να αφεθούν ελεύθεροι, αρνούμενοι την πίστη τους. Δυστυχώς, κάποιοι που καταλήφθηκαν από δειλία δεν άργησαν να το πράξουν. Τους άφησαν τότε να φύγουν και κατόπιν στράφηκαν μανιασμένα στους υπολοίπους. Αφού τους ξυλοφόρτωσαν άγρια, τους πέταξαν σαν τσουβάλια μέσα σε βρόμικα καμιόνια και τους οδήγησαν στις φυλακές της Τυφλίδας. […]
Στον ανύπαρκτο χώρο του κελλιού υπήρχε μια σανίδα που χρησίμευε για κρεβάτι. Εναλλάξ μπορούσαν να ξαπλώνουν, απολαμβάνοντας την παγερή της «ζεστασιά». Τον χρόνο τους τον περνούσαν τον μισό ανακρινόμενοι και τον άλλον μισό προσπαθώντας να ανακτήσουν δυνάμεις για την επόμενη ανάκριση. Οι ανακριτές προσπαθούσαν να τους φορτώσουν ανυπόστατες κατηγορίες και μάλιστα τους πίεζαν αφόρητα και εξουθενωτικά να τις υπογράψουν αποδεχόμενοι στο τέλος τα ψεύδη τους. Οι περίφημες αυτές ανακρίσεις πλαισιώνονταν πάντοτε από άγριο ξυλοδαρμό και άλλα είδα «σοφά» μελετημένων βασανιστηρίων, τόσο σωματικών όσο και ψυχολογικών. Ο Γέροντας του Οσίου [Γεωργίου Καρσλίδη], που ήταν και ηλικιωμένος και πολλά χρόνια ταλαιπωρημένος από την άσκηση, δεν άντεξε, και πολύ σύντομα πέθανε στη φυλακή. […]
Οι μέρες και οι εβδομάδες στην φυλακή περνούσαν αργά-αργά μέσα σε μουντή και καταθλιπτική ατμόσφαιρα, σαν να ήθελε ο χρόνος με τη σειρά του να γεμίσει με απόγνωση τους φυλακισμένους. Η Μεγάλη Σαρακοστή έφθασε, κύλησε κι αυτή πολύ αργά και άρχισε η Μεγάλη Εβδομάδα. Και ποιος χριστιανός κρατούμενος δεν τη βίωσε εμπειρικά εκείνη τη χρονιά; Ήρθε όμως και το Μέγα Σάββατο! Οι καρδιές όλων σκίρτησαν. Θυμήθηκαν το μήνυμα της Αναστάσεως. Ζήτησαν όλοι τότε με μια φωνή να τους επιτρέψουν να παρευρεθούν στη λειτουργία της Αναστάσεως. Τους χλεύασαν και φυσικά η άδεια δεν δόθηκε. Βαθιά θλίψη κατέλαβε τις ψυχές τους. Τα μεσάνυκτα, σαν ένα αόρατο κύμα να τους ξεσήκωσε όλους. Άρχισαν με ζέση, όλοι με μια φωνή, από το ένα κελλί μέχρι το άλλο να ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη».
Ξαφνικά τραντάχτηκε η φυλακή, κόπηκαν οι αλυσίδες και άνοιξαν αυτόματα οι πόρτες. Σάστισαν οι φύλακες! Οι κάτοικοι της πόλεως, που νόμισαν ότι έγινε μικρή σεισμική δόνηση, βγήκαν από τα σπίτια τους και αντίκρισαν ένα φοβερό θέαμα. Τρεις μορφές ψηλά στον ουρανό περιφέρονταν κυκλικά πάνω από την φυλακή κρατώντας τον Τίμιο Σταυρό και ψάλλοντας με υπερκόσμια φωνή το «Κύριε ελέησον». Αυτό κράτησε μέχρι τα ξημερώματα και μετά οι αγγελικές αυτές μορφές χάθηκαν στον ουρανό. Δεν έμεινε σχεδόν κανένας πολίτης της Τιφλίδας που να μην έγινε μάρτυρας αυτής της ουράνιας οπτασίας.
Οι ορδές των πιστών ενδυναμώθηκαν, ενώ των αθέων γέμισαν με λύσσα και δαιμονική οργή. Εξαγριωμένοι καθώς ήταν, χωρίς χρονοτριβή, την επομένη κιόλας μέρα του Πάσχα, οδήγησαν στον τόπο της εκτελέσεως όλους τους κρατουμένους μαζί με τον π. Συμεών. Αφού τους έδεσαν όλους μαζί χειροπόδαρα, τους έστησαν στο χείλος ενός φρεσκοσκαμμένου χαντακιού. Κατόπιν τους πυροβόλησαν. Καθώς ήταν όλοι μαζί δεμένοι, παρέσερνε ο ένας τον άλλον στο χαντάκι. Οι σκοπευτές, ήσυχοι ότι είχαν εκτελέσει το καθήκον τους, έκαναν έναν τελευταίο έλεγχο διατρέχοντας περιμετρικά το χαντάκι κι έπειτα μπήκαν στην κλούβα και απομακρύνθηκαν.
Όταν ο θόρυβος από το όχημα απομακρύνθηκε και πέρασε λίγη ώρα, ένας γιατρός που ήταν ελαφρά χτυπημένος, κατάφερε σιγά-σιγά να λυθεί και άρχισε να περιφέρεται πάνω από τα πτώματα, ψάχνοντας και για άλλους επιζώντες. Έλεγε με σιγανή φωνή:
«Είναι κανείς ζωντανός; Όποιος είναι να μου πει, να τον ελευθερώσω».
Έτσι βρέθηκαν δεκατρία άτομα που είχαν τραυματιστεί ελαφρά· μεταξύ αυτών και ο π. Συμεών που είχε δεχθεί πολλές σφαίρες. Η μία από αυτές είχε χτυπήσει στο εγκόλπιο της Παναγίας που του είχε χαρίσει η γιαγιά του και εποστρακίστηκε.
Κατόπιν, έχοντας παρασυρθεί από τους άλλους με τους οποίους ήταν δεμένος, έπεσε κι αυτός στο χαντάκι και πολλές άλλες σφαίρες των βρήκαν στα πέλματα των ποδιών. Αυτό του προκάλεσε μια σοβαρή αναπηρία, η οποία θα τον συντρόφευε σε όλη του τη ζωή. Τα πόδια του θα ήταν πλέον άψυχα και ακυβέρνητα. Ο γιατρός βοήθησε όλους τους τραυματίες να βγουν από την τάφρο και προσπάθησε, κόβοντας κομμάτια από τα ρούχα τους, να περιορίσει τις αιμορραγίες. Εξαντλημένοι καθώς ήταν όλοι και μέσα σε φρικτούς πόνους, έμειναν να κείτονται στο έδαφος έξω από την τάφρο, μη έχοντας κουράγιο να ψάξουν για κάποιο καταφύγιο.
Το άλλο πρωί κατέφθασε και πάλι η κλούβα με νέα θύματα. Οι πληγωμένοι ακούγοντας τον θόρυβο του οχήματος πάγωσαν. Συλλογίστηκαν ότι τώρα πια δεν υπήρχε γι’ αυτούς σωτηρία! Παραδόξως όμως, όταν πλησίασαν οι εκτελεστές και είδαν τους τραυματίες, δεν τους ξανάστησαν με τους καινούργιους καταδίκους για εκτέλεση, αλλά αφού τελείωσαν με το «έργο» τους, τους έβαλαν στο αμάξι και τους άφησαν στο νοσοκομείο. Έμαθαν αργότερα από το ιατρικό προσωπικό ότι υπήρχε νόμος, ο οποίος χάριζε τη ζωή σε όποιον κατάδικο επιζούσε από το εκτελεστικό απόσπασμα. Έτσι και ο π. Συμεών, αφού νοσηλεύθηκε ένα διάστημα στο νοσοκομείο, έπειτα αφέθηκε ελεύθερος και περιπλανιόταν στο άγνωστο, σέρνοντας τα άψυχα πόδια του, πεινασμένος, ανέστιος και καταρρακωμένος. Κατά καιρούς, έβρισκε για λίγες μέρες άσυλο σε σπίτια πιστών χριστιανών.
Περιπλανώμενος έφθασε και στη Μτσχέτα [πόλη ευρισκόμενη 50 χιλιόμετρα από την Τιφλίδα]. Εκεί η πρόνοια του Θεού τον έφερε σε επαφή με τον Μητροπολίτη Ιωάννη Μαργισουίλη, ο οποίος γνώριζε την αρετή του από το μοναστήρι της μετανοίας του και γι’ αυτό τον χειροτόνησε ιερέα στις 8 Σεπτεμβρίου του 1925 στην εκκλησία της Αγίας Νίνας. Ο Άγιος ζήτησε να του δοθεί το όνομα του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, ως ένδειξη ισόβιας ευγνωμοσύνης και αστείρευτης αγάπης προς τον φοβερό προστάτη του.
Η άνοδός του στο λειτούργημα αυτό της ιερωσύνης τού έδωσε νέα φτερά και ένα νέο κύμα δοξολογίας προς τον Θεό πήγασε αυθόρμητα από την καρδιά του. Άρχισε με προφυλάξεις να λειτουργεί κρυφά σε διάφορα σπίτια πιστών χριστιανών αλλά οι αρχές, σε συνεργασία με τους καταδότες τους, σύντομα πληροφορήθηκαν το γεγονός και τον συνέλαβαν πάλι.
Τον οδήγησαν κατευθείαν στη διοίκηση. Εκεί ο διοικητής, αφού διέταξε να τον ξυλοφορτώσουν άγρια, προσπάθησε να του αποσπάσει διάφορες πληροφορίες, ώστε οι άλλοι αθώοι να πέσουν στα νύχια της μυστικής αστυνομίας. Αφού πέρασε αρκετή ώρα και είδε ότι, όσο κι αν τον βασάνιζαν δεν κατόρθωναν τίποτα, πήρε ένα ψεύτικο γλυκό ύφος και του δήλωσε πως όλα αυτά αμέσως θα τελείωναν, θα μπορούσε να φύγει και θα ήταν πάλι ελεύθερος πολίτης, αν μόνο αρνιόταν την πίστη του.
Ο π. Γεώργιος, τσακισμένος από το ξύλο αλλά ατρόμητος και φλογερός, τόλμησε αυτό που λίγοι τόλμησαν στα γραφεία της G.P.U., από όπου οι συλληφθέντες έφευγαν αιμόφυρτοι και τρομοκρατημένοι. Αντέστρεψε τους όρους. Μπροστά στον στρυφνό διοικητή, κτύπησε το χέρι του πάνω στο γραφείο και του απάντησε με δυνατή φωνή:
«Εσύ δεν έχεις εξουσία πάνω από τον Θεό για να με προστάζεις να Τον αρνηθώ».
Η ατρόμητη αυτή απάντηση, που λέχθηκε με περισσή τόλμη, έκανε έξαλλο τον διοικητή, που διέταξε να τον βασανίσουν ακόμη περισσότερο. Αφού τον έδειραν για αρκετή ώρα, αιμόφυρτο και γυμνό τον περιέφεραν στους δρόμους της πόλεως, χλευάζοντάς και διαλαλώντας με δυνατή φωνή:
«Βγείτε όλοι έξω να δείτε τον προφήτη!».
Αφού τελείωσε αυτή η «παρέλαση», καταρρακωμένο τον έκλεισαν στο «αναμορφωτήριο» της φυλακής, όπου θα στεκόταν επί μέρες μέσα στα παγωμένα νερά και τις ακαθαρσίες. Εκεί μέσα, όπως αργότερα διηγήθηκε και ο ίδιος, αρρώστησε. Έπεσαν τα δόντια του, τα πόδια του χειροτέρευσαν και κλονίσθηκε ανεπανόρθωτα η υγεία του. Θα τον είχαν σίγουρα σκοτώσει, αλλά δεν το επέτρεψε ο Θεός, ο Οποίος είχε άλλο σχέδιο γι’ αυτόν. […]
Για μια ακόμη φορά, ο προστάτης του Άγιος Γεώργιος μπήκε στη φυλακή και τον απελευθέρωσε. Τον πήρε και πάλι στο άλογό του και τον άφησε έξω από το χωριό του, όπου συνάντησε δύο μοναχές που είχαν πνευματικό τον Γέροντά του. Είχε καταστραφεί και το δικό τους μοναστήρι και περιφέρονταν και αυτές κυνηγημένες και φοβισμένες. Αυτές τον βοήθησαν να φθάσει υποβασταζόμενος στο σπίτι του αδελφού του. Πλησιάζοντας τα πρώτα σπίτια του χωριού, ένας αναιδής και βλάσφημος χωρικός, που δεν σπλαχνίσθηκε την άθλια κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο Όσιος τον ειρωνεύτηκε λέγοντάς του:
«Όλοι μας έχουμε από μία γυναίκα! Εσένα δεν σε έφθανε μία και πήρες δύο;».
Τότε όμως επενέβη η θεία δίκη και αμέσως έπεσε ένα δένδρο και συνέτριψε τον είρωνα χωρικό. […]
Ταξιάρχες / Σίψα, Δράμα 2019, σελ. 45-52.
Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμς, ό.π., σελ. 49. Πρβλ. την σκηνή από τα «39 σκαλοπάτια» του Χίτσκοκ: ο δράτης πυροβολεί πισώπλατα τον εχθρό του, αλλά εκείνος σώζεται, διότι η σφαίρα πάει και σφηνώνεται σε ένα μικρό βιβλίο των ψαλμών του Δαβίδ που βρισκόταν στερεωμένο στην πλάτη του παλτού του.