Η αμορφωσιά του ραγιά
Κείμενο-Ρετρό 75.0: Μία ακόμη πνευματική ακτινογραφία για την διαχρονική «διανοητική πάθηση» των Ελλήνων
Επιμελείται και σχολιάζει ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης
Στο παρόν ιστολόγιο, οι αναγνώστες έχουν την δυνατότητα να βρουν εκατοντάδες κείμενα (π.χ., όπως το σημερινό, στην κατηγορία “ρετρό“ ή του “μνημονικού εμβολιασμού“), τα οποία δίνουν και αναλύουν το στίγμα της ολέθριας πορείας που ακολουθεί το πάλαι ποτέ κέντρο της Ορθοδοξίας, ενώ, παράλληλα, φωτίζουν την δράση των σκοτεινών-ανθελληνικών δυνάμεων.
Για να αυξηθεί και βελτιωθεί το αφυπνιστικό φως, είναι αναγκαία η ελάχιστη οικονομική στήριξη από την πλευρά των αναγνωστών του ιστολογίου, η οποία ανέρχεται σε 5 € μηνιαίως ή 50 € ετησίως.
Λεπτομέρειες σχετικά με την συνδρομή υπάρχουν στον ακόλουθο σύνδεσμο:
kvathiotis.substack.com/subscribe
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1979, στην στήλη «Χωρίς φόβο και πάθος», που φιλοξενείτο στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Τα Νέα», είχε δημοσιευθεί ένα χρονογράφημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα όχι μόνο μυθιστορημάτων αλλά και θεατρικών έργων Γεωργίου Ρούσσου.
Σε εκείνο το κείμενό του, το οποίο τιτλοφορείτο «Αμορφωσιά», ο πολυγραφότατος συντάκτης του, γεννημένος στην Αντίπαρο το 1910 (απεβίωσε στις 7 Αυγούστου 1984 στην Αίγυπτο), πτυχιούχος της Νομικής Σχολής Αθηνών, αρχισυντάκτης των «Νέων» την επταετία 1947-1952, σεναριογράφος κινηματογραφικών επιτυχιών, όπως η «Σωφερίνα», η «Μανταλένα», «Τρίτη και 13», και σύζυγος της ηθοποιού Καίτης Λαμπροπούλου (κουμπάρος τους ο Χρήστος Λαμπράκης), μέσα σε 627 λέξεις είχε περιγράψει τον πνευματικό κατήφορο του Νεοέλληνα, όπως αυτός αντανακλάτο στην κάκιστη σχέση του με το βιβλίο.
Στην ουσία, ο Γεώργιος Ρούσσος είχε πάρει την σκυτάλη από τον Ανδρέα Καρκαβίτσα, ο οποίος το 1906 είχε σχολιάσει μια έρευνα ενός περιοδικού της εποχής σχετικά με το ερώτημα: «διαβάζουμε ή δε διαβάζουμε;».
Το σχόλιο του Καρκαβίτσα συμπεριελήφθη στον πέμπτο τόμο των «Απάντων» του από τον επιμελητή των έργων του μεγάλου λογοτέχνη, τον Γεώργιο Βαλέτα (εκδ. οίκ. “Χρήστος Γιοβάνης“, Αθήνα 1973, σελ. 94/95).
Σύμφωνα με την διαπίστωση του Καρκαβίτσα:
«ο Ρωμιός ποτέ δεν αγάπησε το διάβασμα. Ούτε τώρα, ούτε αμέσως έπειτ’ από την Επανάσταση, ούτε πριν, στα χρόνια της σκλαβιάς. Αν βλέπουμε σωρούς βιβλία της εποχής εκείνης, δε θα ειπεί πως οι σκλάβοι πρόγονοί μας έκαναν αμάν για διάβασμα. Καθόλου! […] Τα βιβλία και τότε αγοράζονταν από φιλότιμους ομογενείς και κάθονταν στο ράφι άγγιχτα, όπως τώρα λόγου χάρη τα βιβλία του Συλλόγου»1.
Ο Καρκαβίτας παρομοίαζε τον Ρωμιό με «τίζτζικα που φλυαρεί αλλά δεν μελετά», έχει δε «την γλωσσούλα του για να παρλάρει», όντας ανίκανος για την μοναδική απόλαυση του διαβάσματος, μια απόλαυση που «δεν την αισθάνεται, δεν την αισθάνθηκε, ούτε θα την αισθανθή ο Ρωμιός ποτέ».
73 χρόνια μετά τον Καρκαβίτσα, λοιπόν, ήρθε ο Γεώργιος Ρούσσος να βγάλει στο φως την δεύτερη πνευματική ακτινογραφία του σύγχρονου Έλληνα, το πόρισμα της οποίας ήταν ολόιδιο με το προηγούμενο πόρισμα του χαρισματικού ηθογράφου στην αυγή του 20ού αιώνα (σημειωτέον ότι ο Καρκαβίτσας και ο Ρούσσος μοιράζονταν την ίδια αγάπη για την ιατρική επιστήμη, αφού ο μεν πρώτος ήταν στρατιωτικός ιατρός, ο δε δεύτερος είχε φοιτήσει μέχρι το τρίτο έτος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών). Το νέο πόρισμα επιβεβαίωσε την διαχρονική «διανοητική πάθηση» του Νεοέλληνα, που δεν είναι άλλη από την επονείδιστη περιφρόνηση του διαβάσματος!
Το «ανοιχτό βιβλίο στα χέρια των επιβατών» των μέσων μαζικής μεταφοράς είναι, κατά τον Ρούσσο, ένα «άπιαστο όνειρο». «Έλληνας και βιβλίο βρίσκονται σε μόνιμη διάσταση», «ανύπαρκτη η αγάπη του Έλληνα για το βιβλίο», «θα έπρεπε να ντρεπόμαστε για το κατάντημά μας», είναι μερικές από τις στενόχωρες αλλά και επίκαιρες διαπιστώσεις που κάνει ο οξυδερκής χρονογράφος.
Ταυτοχρόνως, ο Ρούσσος δεν παραλείπει να στηλιτεύσει τον ελλειμματικό ρόλο του σχολείου στην γόνιμη επιμόρφωση του Έλληνα, καθώς και την αδιαφορία της Πολιτείας να συμβάλλει στην «άμυνα κατά της θύελλας του ευδαιμονισμού».
Ακριβολογώντας, η Πολιτεία δεν αδιαφορεί απλώς, αλλά απολύτως συνειδητά επιδιώκει να είναι οι Έλληνες όσο περισσότερο αδιάβαστοι γίνεται, αφού όσο πιο «κούτσουρα» παραμένουν, τόσο πιο ευάλωτοι γίνονται στην χειραγώγησή τους από τα ευάριθμα «τζάκια», τους «μοντέρνους κοτζαμπάσηδες», που κυβερνούν τους νεοραγιάδες της δύσμοιρης πατρίδος μας.
Αν κάποιος χρονογράφος της τρίτης δεκαετίας του 21ου (απατ)αιώνα επιχειρούσε να επαναλάβει, μετά τον Ανδρέα Καρκαβίτσα και τον Γεώργιο Ρούσσο, τον ακτινογραφικό έλεγχο της πνευματικής κατάστασης του σημερινού Έλληνα, θα διεπίστωνε με βαθιά του θλίψη ότι το πόρισμά του θα ήταν κατ’ ουσίαν ίδιο και απαράλλαχτο με εκείνο των δύο προηγούμενων «πνευματικών ακτινογραφιών».
Μάλιστα, την σημερινή εποχή της «αυτοκρατορίας της τεχνολογίας», όπου ο λόγος μεταδίδεται κατ’ εξοχήν από την οθόνη, η οποία έχει μετατρέψει κάθε σχεδόν πολίτη σε «κωθώνι», η συμπαγής πλειοψηφία των πολιτών συμπεριφέρονται ως ταχυφαγικοί καταναλωτές της ψηφιακής πληροφορίας και όχι ως αποταμιευτές της εδραίας γνώσης που σχηματίζεται ως καταστάλαγμα της μελέτης ενός βιβλίου.
Ο Έλληνας περιορίζεται στο να σκρολάρει πάνω στην οθόνη του κινητού του για να ρουφήξει «εύκολα και γρήγορα» (αλλά καθόλου σίγουρα) την πληροφορία, όχι όμως και την γνώση. Κι αφού αποκτήσει την πληροφορία, βγάζει εν ριπή οφθαλμού κάποια, κατά κανόνα απαξιωτικά, συμπεράσματα για πρόσωπα και πράγματα, τα οποία αναπαράγει αριστερά και δεξιά, συνήθως στο ηλεκτρονικό μπαλκόνι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με ύφος παντογνώστη.
Ταυτοχρόνως, επιτρέπει να τον σέρνουν οι επιτήδειες επιδραστικές προσωπικότητες στον δρόμο του νεοταξίτικου ολέθρου, κάνοντάς τον να παπαγαλίζει αυτά που του επιβάλλουν ή υποβάλλουν οι δαιμόνιοι προπαγανδιστές του κυρίαρχου ρεύματος.
Σε συνθηματική διατύπωση:
«Ο Έλληνας σκρολάρει αλλά δεν σκοράρει».
Ένα δεύτερο σλόγκαν θα μπορούσε να είναι το εξής:
«O Έλληνας αγοράζει αλλά δεν διαβάζει».
Η πλημμυρίδα των τυπωμένων βιβλίων που κατακλύζουν τους πάγκους των βιβλιοπωλείων, ιδίως τις γιορτινές ημέρες, αποδεικνύει ότι το βιβλίο έχει μεν μεγάλη ζήτηση, πλην όμως χρησιμεύει περισσότερο ως δώρο για φίλους και γνωστούς παρά ως «δώρο» για τον εαυτό μας.
Κι αν κάποια βιβλία τα προορίζουμε για μας τους ίδιους, είναι πολύ πιθανό να τα χρειαζόμαστε ως ντεκόρ που θα στολίσει επιλεγμένα σημεία του σπιτιού ή του γραφείου μας, ώστε να συνθέτουν το απατηλό προφίλ του «διανοούμενου» ιδιοκτήτη.
Δεδομένου ότι μία εικοσαετία πριν από την ολοκλήρωση του 20ού αιώνος, ίσχυε στο ακέραιο η διαπίστωση του Ρούσσου ότι «σὲ καμιὰ περίοδο τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση κι ἐδῶ, ὁ Ἕλληνας δὲν διάβαζε λιγότερο, ὅσο στοὺς “εὐδαιμονιστικοὺς” καιροὺς ποὺ ζοῦμε τώρα», μπορούμε πανεύκολα να αντιληφθούμε πόσο λιγότερο διαβάζουν οι Έλληνες εν έτει 2025, καθώς σήμερα ο «καπιταλιστικός ευδαιμονισμός» προπαγανδίζεται ασταμάτητα και πλειοδοτικά από τα ΜΜΕ.
Αλλ’ ακόμη κι αν υπάρχουν αρκετοί που φροντίζουν να εξασφαλίσουν ένα βιβλίο ως αυτο-«δώρο», το δώρο αυτό είναι «άδωρον», αφού η επιλογή του γίνεται με κριτήρια του συρμού, διαμορφωμένα από τα γρανάζια του προπαγανδιστικού μηχανισμού που προωθεί ύπουλα –εδώ και πάρα πολλά χρόνια, αλλά πρωτίστως μετά την έλευση του κορωνοϊού– την ατζέντα της Νέας Τάξης Πραγμάτων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα βιβλία του Νεοταξίτη Χαράρι, που το μυαλό του είναι στο πώς το μυαλό μας θα χακάρει.
Ας θυμηθούμε τώρα τι έγραφε ο Γεώργιος Ρούσσος στις 24 Δεκεμβρίου 1979 στο πρωτοσέλιδο των «Νέων», τα οποία, αν ήθελαν να αφυπνίσουν τον σύγχρονο Έλληνα, θα έπρεπε να αναδημοσιεύουν τα παλιά έξοχα κείμενά τους διοργανώνοντας συστηματικά «βουτιές στο παρελθόν».
Αλλά η εφημερίδα αυτή, όπως και οι λοιπές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, θέλουν να ρίχνουν στάχτη στα μάτια των αναγνωστών, προκειμένου να διαπλάθουν βρεφοποιημένους ραγιάδες και υπάκοους υπηκόους, έρμαια της εκάστοτε προδοτικής-ανθελληνικής προπαγάνδας.
ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ
ΑΜΟΡΦΩΣΙΑ
Του ΓΕΩΡ. ΡΟΥΣΣΟΥ
ΤΩΡΑ μὲ τὶς γιορτὲς καὶ μὲ τὰ δῶρα τους, ξανάρθε στὴν ἐπιφάνεια ἡ κουβέντα γιὰ τὸν μεγάλο ἀδικημένο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς – τὸ βιβλίο, καὶ μάλιστα τὸ ἑλληνικὸ βιβλίο.
Παραμερισμένο, περιφρονημένο, ἀδιάφορο γιὰ τοὺς πολλούς, μένει στὸ περιθώριο τοῦ κυκλώματος τῆς λεγόμενης «κουλτούρας» μας. Δὲν ἀγοράζεται, δὲν διαδίδεται, δὲν κυκλοφορεῖ σὲ ἀριθμοὺς ποὺ ν᾿ ἀφήνουν ἔστω καὶ μιὰ μακρινὴ ἐλπίδα ὅτι κάποτε, ἐπιτέλους, ὁ Ρωμιὸς θὰ μάθει, θὰ ἀποφασίσει νὰ διαβάζει.
Δὲν ἐλπίζουμε, βέβαια, ὅτι θὰ ἔρθει κάποια ὥρα ποὺ θὰ βλέπουμε μέσα στὰ λεωφορεῖα καὶ στὶς ἀφετηρίες τους, στὶς «οὐρές», αὐτὸ ποὺ παρατηρεῖται ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὰ «πεπολιτισμένα» μέρη, ἕνα βιβλίο ἀνοικτὸ στὰ χέρια κάθε ἐπιβάτη. Αὐτὰ εἶναι ὄνειρα ἄπιαστα γιὰ μᾶς.
᾿Αλλὰ ἀπὸ τὴν ὀνειρευτή αὐτὴ κατάκτηση μέχρι τὴ σημερινή μας γενική, συνολικὴ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ διάβασμα, ἡ ἀπὸσταση εἶναι τεράστια καὶ ἡ διαφορὰ ἀπελπιστική. Καὶ θὰ ἀποτολμούσαμε ἐδῶ νὰ ποῦμε ὅτι σὲ καμιὰ περίοδο τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση κι ἐδῶ, ὁ Ἕλληνας δὲν διάβαζε λιγότερο, ὅσο στοὺς «εὐδαιμονιστικοὺς» καιροὺς ποὺ ζοῦμε τώρα.
Μπορεῖ νὰ αὐξήθηκε κάπως τὸ ἀποκαλούμενο «ἐκδοτικὸ ἐμπόριο», ἀλλὰ εἶναι τελείως ἄλλο πρᾶγμα νὰ ἀγοράζεις ἕνα βιβλίο καὶ ἄλλο τὸ νὰ τὸ διαβάζεις, νὰ τὸ ἀπολαμβάνεις σὰν ἀληθινὴ πνευματικὴ τροφή. Ἀγοράζουμε μερικοὶ λίγα βιβλία, ἐπειδὴ μᾶς τάφερε ὁ «δοσᾶς» ἢ γιὰ νὰ γεμίσουμε δυό-τρία ράφια τῆς καινούργιας μᾶς ἐπίπλωσης, ἀλλὰ σπάνια τὰ ἀνοίγουμε γιὰ νὰ χαροῦμε τὸ περιεχόμενό τους καὶ πιὸ σπάνια ἀκόμα νὰ τὰ ξανανοίξουμε ὕστερα ἀπὸ καιρό, γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε ὅσα μᾶς ξέφυγαν κατὰ τὴν πρώτη ἀνάγνωση. Ἔτσι, μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι Ἕλληνας καὶ βιβλίο βρίσκονται σὲ μόνιμη διάσταση. Μιὰ διάσταση, βέβαια, ποὺ θάπρεπε νὰ μᾶς κάνει ὅλους μας νὰ ντρεπόμαστε γιὰ τὸ συνολικὸ τοῦτο κατάντημα.
Προσπάθειες γίνονται, κατὰ διαστήματα, μὲ ἐκθέσεις βιβλίων, μὲ δημοσιεύματα στὸν Τύπο, μὲ ἄρθρα παραινετικά, καὶ μὲ μικρὲς ἀκόμα, παροδικὲς «σταυροφορίες» γιὰ μιὰ ἀνάπτυξη τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ. Τέτοια «σταυροφορία» εἶναι κι αὐτὴ ποὺ ἀνέλαβε ἡ κυρία Ἰωάννα Τσάτσου, ὑποδεικνύοντας –ἢ μᾶλλον ἐπιβάλλοντας– στοὺς τηλεοπτικοὺς σταθμούς μας νὰ διαφημίζουν τὸ ἑλληνικὸ βιβλίο μὲ «σλόγκαν» ἔπιγραμματικά καὶ εὔστοχα.
Ἐπαινετὴ αὐτὴ ἡ πρωτοβουλία τῆς συζύγου τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας μας, ἄρχισε νὰ ἀποδίδει, ὅπως μαθαίνουμε. Κάτι εἶναι κι αὐτό! Ἀλλὰ δὲν πρόκειται, φοβούμαστε, νὰ λύσει ἀποφασιστικὰ τὸ πρόβλημα, ποὺ εἶναι ἡ ἀνύπαρκτη ἀγάπη τοῦ Ἕλληνα γιὰ τὸ βιβλίο. Θὰ χρειαζότανε ἐδῶ μιά
πλατύτερη προσπάθεια, μεθοδικὴ κι ὀργανωμένη, σταθερὴ καὶ ἐπίμονη καὶ ὁπωσδήποτε ὄχι φευγαλέα καὶ παροδική. Θὰ χρειαζότανε, θὰ λέγαμε, ἕνα εἶδος «σταυροφορίας», ποὺ θὰ τὴν ἀναλάβουν μὲ συνέπεια πολλοὶ παράγοντες τῆς πολιτείας, ἐμπνευσμένοι καὶ μαχητικοὶ καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα μὲ ἐνσυνείδητη πεποίθηση ὅτι ἐτούτος ὁ λαός, ποῦ τὸν ἀφήνουν τὰ σχολεῖα μας δραματικὰ ἡμιμαθῆ, πρέπει κάποια στιγμὴ νὰ ἀνακαλύψει το πολύτιμο ἀγαθὸ τῆς ἐπιμόρφωσης.
Δὲν εἶναι ντροπὴ νὰ ἀνομολογούμε τὶς κοινωνικὲς ἀδυναμίες μας. Ντροπὴ εἶναι μᾶλλον νὰ τὶς κρύβουμε κι ἀπὸ τὸν ἴδιο μᾶς τὸν ἑαυτό, μὲ ψευτοδικαιολογίες καὶ μὲ προφάσεις μπόσικες. Καὶ μιὰ βασικὴ ἀδυναμία τῆς νεοελληνικῆς μας κοινωνίας εἶναι –ἦταν ἀνέκαθεν ἀλλὰ τελευταία παράγινε, φτάνοντας ἴσως σὲ βαθμὸ ἐπικίνδυνο– ἡ βελτίωση τῆς πνευματικῆς μας στάθμης, ὅπως τὴν θέλουν καὶ τὴν ἐπιβάλλουν οἱ συνεχεῖς ἐκπολιτιστικὲς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν ποὺ ζοῦμε. Αὐτὴ ἡ περιλάλητη «πνευματικὴ στάθμη» δὲν μπορεῖ ν’ ἀνέβει, ἂν τὸ «διάβασμα» δὲν γίνει ὄχι πάθος, ὅπως συμβαίνει σὲ ἄλλους προηγμένους λαούς, ἀλλὰ τοὐλάχιστον μιὰ συνήθεια, μιὰ «ἕξις» σταθερή, γιὰ νὰ ἐξελιχθεῖ, κάποια στιγμή, στὴ λεγόμενη «δευτέρα φύση». Ὁ Πλάτων λέει κάπου ὅτι ἀκόμα καὶ ἡ ἀρετὴ ἀποκτιέται μὲ τὴ συνήθεια, τὴν ἕξη, τὴν ἄσκηση.
Ποιοί θὰ βρεθοῦν νὰ ἀναλάβουν ἕνα τέτοιο ρωμαλέο ἀγῶνα, ποὺ θὰ ἐνσταλάξει στὴ σκέψη τοῦ Ἕλληνα τὴν ἀνάγκη γιὰ διάβασμα, τὴν ἀγάπη στὸ βιβλίο, ποὺ θὰ ὠφελήσει θετικὰ ὄχι μονάχα στὴ γόνιμη ἐπιμόρφωση τοῦ λαοῦ μας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἄμυνα κατὰ τῆς θύελλας τοῦ «εὐδαιμονισμοῦ» ποὺ πνέει γύρω μας; Τὸ βάρος πέφτει, βέβαια, στὴν Πολιτεία. Ἀλλὰ ἐδώ..... σία κι ἀράξαμε!





